ενσπέρματος

ενσπέρματος
ένσπερμος, ος , ον бот. семенниковый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ενσπέρματος" в других словарях:

  • ἐνσπέρματος — possessing seed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενσπέρματος — η, ο (Α ἐνσπέρματος, ον) [σπέρμα] (για καρπούς) αυτός που έχει μέσα του σπέρμα …   Dictionary of Greek

  • ένσπερμος — η, ο (Α ἔνσπερμος, ον) [σπέρμα] ο ενσπέρματος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»